μεσοικέτης

μεσοικέτης
μεσοικέτης και μεσσοικέτης, ὁ (Α)
1. αυτός που κατοικεί στα μεσόγεια
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεσοικέται
μέτοικοι ἢ οἱ τὰς λαγόνας οἰκοῡντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + οἰκέτης (< οἶκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”